Πετρόπουλος

Από τις γκρίζες συνοικίες που σχηματίστηκαν γύρω από τις μεγάλες πόλεις στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες, οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι, κοιτούν μέσα από τα παράθυρα τον βολεμένο κόσμο. Βλέπουν ότι υπάρχει μια πιο ενδιαφέρουσα ζωή, με περισσότερο νόημα από τη δική τους. Όποιο κι αν είναι το πραγματικό της νόημα, έχει νόημα γι’ αυτούς και ξέρουν -ίσως διαισθάνονται- ότι δεν θα την γευτούν ποτέ. Συχνά φθάνουν να πιστεύουν ότι είναι θύματα αδικίας, χωρίς να είναι και πολύ σαφές (στη σκέψη τους)  ποιοι την διέπραξαν. Η εκδίκηση λοιπόν είναι συχνά η δική τους πολεμική κραυγή. Κάποτε το ποτήρι ξεχειλίζει και αυτοί ψάχνουν να εκδικηθούν όποιον βρεθεί μπροστά τους.

ERIC DUNNING

 

          Η ικανοποίηση και η χαρά μας για το καλό ξεκίνημα των ποδοσφαιρικών μας ομάδων στην ευρωπαϊκή πορεία τους, πνίγηκε στο τεράστιο κύμα θλίψης, οδύνης και οργής, που προκάλεσε η άνανδρη δολοφονία του νεαρού φιλάθλου της ΑΕΚ, Μιχάλη Κατσουρή, από  αδίστακτους χούλιγκαν φασίστες νεοναζί Κροάτες.

Η στάση του ελληνικού κράτους, που παρακολουθούσε απαθώς την επέλαση του δολοφονικού τάγματος, δεν μπορεί να κατανοηθεί και να δικαιολογηθεί σε καμία περίπτωση με την ανικανότητα κατώτερων αξιωματικών της ελληνικής αστυνομίας και αποτελεί ξεκάθαρα ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο της ανοχής του, αν μη τι άλλο, στην οπαδική βία, γιατί το εξυπηρετεί πολιτικά.

Το αστικό κράτος, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά γενικά, με τις ευλογίες των ΠΑΕ, περιθάλπει έντεχνα και συγκαλυμμένα έναν ιδιότυπο αθλητικό φονταμενταλισμό, που γεννάει το επικίνδυνο τέρας της φασίζουσας, ρατσιστικής, εθνικιστικής, οπαδικής βίας, η οποία όλο και συχνότερα τελευταία ξεφεύγει από τον έλεγχό του και του προκαλεί διαχειριστικά προβλήματα. Η παρείσφρηση φασιστικών θυλάκων, όπως οι ultras και άλλοι, στο οπαδικό κίνημα, που το εκτρέπουν από τους αυθεντικούς σκοπούς του, δεν είναι καθόλου τυχαία.

Είναι προφανές ότι το ταξικό (αστικό) κράτος έχει ανάγκη από κοινωνικούς θεσμούς, που λειτουργούν σαν δεξαμενές ελεγχόμενης έκκλησης των συναισθημάτων που καταπιέζουμε στην πραγματική μας ζωή, μέσω βιοψυχολογικών μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου-αυτοελέγχου που διαμορφώνονται. Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για την πρόκληση λυτρωτικών αισθημάτων εσωτερικής ανακούφισης και αποφόρτισης.

Ο αθλητισμός, σε σχέση με άλλες μιμητικές δραστηριότητες της σχόλης και κύρια σε σχέση με τις τέχνες, είναι ο πιο αποτελεσματικός θεσμός ελεγχόμενης έκκλησης καταπιεσμένων συναισθημάτων, λόγω των συγκριτικών δομικών και λειτουργικών πλεονεκτημάτων του, όπως είναι η in toto σύγκρουση μεταξύ ανθρώπινων όντων, η αμεσότερη ικανοποίηση του κοινωνικού ορμέμφυτου του παιχνιδιού, η σύνδεσή του με τον τζόγο (νόμιμο και παράνομο στοίχημα) και η απλοϊκή, ανεπιτήδευτη και ταυτόχρονα ποιοτική αισθητική του, που είναι βατή για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, χωρίς προαπαιτούμενο υψηλό επίπεδο αισθητικής και κουλτούρας.

Για το κράτος, αυτός ο μηχανισμός είναι, ό,τι για τον πυροτεχνουργό η ελεγχόμενη έκρηξη βόμβας. Το πρόβλημα για το κράτος ξεκινάει από το σημείο, όπου κάτω από την πίεση οξυμένων κοινωνικών συνθηκών (φτώχεια, ανεργία) ή και εγγενών δυσλειτουργιών του αθλητισμού (διαφθορά, τζόγος κ.ο.κ.), η έκκληση των καταπιεσμένων συναισθημάτων πραγματοποιείται ανεξέλεγκτα και εκτρέπεται σε ακραία βίαιη συμπεριφορά. Εντέλει, το κράτος είναι αναγκασμένο να εκτρέφει ένα φαινόμενο, η εκτροπή των λειτουργιών του οποίου προκαλούν προβλήματα και στο ίδιο.

Επιπρόσθετα, ο αθλητισμός μέσω της ανάπτυξης του ιδιότυπου φονταμενταλισμού, κυρίως στους κόλπους των οργανωμένων οπαδών, προσφέρει στο κράτος τη δυνατότητα δημιουργίας και προβολής στην κοινωνία, εικονικών ανταγωνιστικών δίπολων, όπως π.χ. Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός ή Αγγλία – Σκωτία, τα οποία αποσκοπούν να συσκοτίσουν μέχρι ένα βαθμό τις αντικειμενικά κυρίαρχες κοινωνικές αντιθέσεις, τα καίρια και κρίσιμα για την κοινωνία πραγματικά ανταγωνιστικά δίπολα, εργασία – κεφάλαιο, εργατική – αστική τάξη ή κοινωνικός χαρακτήρας παραγωγής – ατομική ιδιοποίηση του πλούτου.

Συνεπώς, το κράτος έχει ανάγκη από έναν χειραγωγημένο αθλητισμό, στον οποίο επενδύει και τον οποίο άλλωστε συνδέει άμεσα πολλές φορές και τον εντάσσει σε γενικότερες πολιτικές στρατηγικές του, όπως π.χ. το ελληνικό κράτος συνέδεσε τον αθλητισμό με το δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας» τις δεκαετίες 1990 και 2000, για να εξυπηρετήσει τα οικονομικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης.

          Παράλληλα, η βία στα γήπεδα  δεν έχει αξιολογηθεί ανάλογα με τη βαρύτητά της από τις κοινωνικές επιστήμες και κατά συνέπεια δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς, τόσο σε  ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα δε, οι όποιες έρευνες έγιναν (1986-1988 Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, 1991-1993 Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1993-1995 ΤΕΙ Αθήνας) είναι μονομερείς, περισσότερο στατιστικού χαρακτήρα και παραπέμφθηκαν στις καλένδες.

Η συζήτηση γύρω από το πρόβλημα έχει περιοριστεί στην καταστολή, ενώ το κράτος, κάθε φορά που η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς από τον έλεγχό του, επιδίδεται σε λεονταρισμούς και επιδιώκει με διοικητικές αποφάσεις την επικοινωνιακή διαχείρισή του. Είναι παρατηρημένο δε και έχει επιβεβαιωθεί ερευνητικά, ότι κάθε φορά που το κράτος εντείνει την αστυνόμευση και την καταστολή της οπαδικής βίας αποσπασματικά, χωρίς καμία πολιτική πρόληψης, μετά από μια σύντομη περίοδο ύφεσης ακολουθεί έξαρση του φαινομένου με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Η βία στα γήπεδα, που όπως είναι επιστημονικά γενικά αποδεκτό, αποτελεί μία  από τις κύριες εκφάνσεις της γενικότερης κοινωνικής βίας, είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο βιοψυχολογικό και κοινωνικό φαινόμενο. Θα είμαστε πολύ κοντά στην πραγματικότητα, αν φανταστούμε τον αθλητισμό σαν έναν διακριτό θεσμοθετημένο κοινωνικό χώρο, μέσα στον οποίο εκβάλλεται ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής βίας, η οποία καθόλου τυχαία, αλλά αντίθετα, κάτω από την καταλυτική επίδραση των πολιτισμικών δεδομένων κάθε κοινωνίας παίρνει μία συγκεκριμένη και εξειδικευμένη μορφή σε κάθε χώρα.

Αντίστοιχα, μέσα από παρεμφερείς διαδικασίες, η συνολική κοινωνική βία διαφοροποιείται και σε άλλες μορφές, που εκβάλλονται σε άλλους, θεσμικούς ή μη  θεσμικούς κοινωνικούς χώρους, πολλές φορές και χύμα στους δρόμους και τις πλατείες.

Είναι πρόδηλο, ότι η προσέγγιση του πολύπλοκου φαινομένου σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να  πραγματοποιηθεί, παρά μόνο με το συνδυασμό μιας άρτια σχεδιασμένης και οργανωμένης διεπιστημονικής έρευνας, καθώς και της εμπειρικής του μελέτης, που πρέπει να διερευνήσει και να αναλύσει τα κοινωνικά αίτια της βίας, τους βιολογικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς έκκλησης των συναισθημάτων και κυρίως της συγκίνησης, τους κοινωνικούς ελέγχους και τους καταναγκασμούς, την τυπολογία της οπαδικής βίας, το κοινωνικό προφίλ των οργανωμένων οπαδών, τις εσωτερικές δυσλειτουργίες του αθλητισμού, τη σχέση κράτους – βίας και την ιδεολογικοπολιτική και οργανική σχέση της οπαδικής βίας με το φασισμό – νεοναζισμό και το ρατσισμό.

Μια τέτοια σφαιρική προσέγγιση του φαινομένου της οπαδικής βίας θα αποτελέσει ένα από τα ισχυρότερα ιδεολογικά όπλα ενός νέου, αυθεντικού, δημοκρατικού, ριζοσπαστικού αθλητικού κινήματος, συντονισμένου και συνδεδεμένου με το εργατικό λαϊκό κίνημα, που θα διεκδικεί δυναμικά το συνολικό επαναπροσδιορισμό του αθλητισμού στις σύγχρονες συνθήκες.